- αγερασιά
- ητο να μη γερνά κανείς, να διατηρείται ακμαίος: Τέτοια αγερασιά δεν είχα ξαναδεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγερασιά — η το να μη γερνά κανείς, το να μένει πάντα νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγέραστος, κατά τον αόρ. γέρασα τού γερνώ] … Dictionary of Greek
αγέραστος — (I) και αγήραστος, η, ο αυτός που δεν γερνάει, ο πάντα ακμαίος, θαλερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γεράζω. ΠΑΡ. αγερασιά]. (II) ἀγέραστος, ον (Α) αυτός που δεν τού δόθηκε τιμητικό δώρο, ο αβράβευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γέρας] … Dictionary of Greek